δογματισμός


δογματισμός
Προφορά

Ετυμολογία
δογματισμός δογματίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δογματισμός

✦ η διατύπωση αξιωμάτων χωρίς αιτιολογία ή απόδειξη
✦ κρίση αυθαίρετη που δεν επιδέχεται αντίρρηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.