δογματικός
Προφορά
Ετυμολογία
δογματικός αρχαία ελληνική δογματικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δογματικός -ή, -ό
✦ ο των δογμάτων, ο χαρακτηριστικός του δόγματος: δογματική θεωρία
✦ ο μη δεχόμενος αντίρρηση
✦ θηλ. δογματική ως ουσ., κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη θεωρητική διδασκαλία της χριστιανικής πίστης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–