δογματίζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply δογματίζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/δογματίζω.mp3Ετυμολογίαδογματίζω αρχαία ελληνική δογματίζω Ερμηνεία└ρήμα┘ δογματίζω ✦ διατυπώνω φιλοσοφικό ή θρησκευτικό δόγμα ✦ αποφαίνομαι αυθαίρετα: δογματίζει, χωρίς να πείθει κανένα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–