δογματίζω


δογματίζω
Προφορά

Ετυμολογία
δογματίζω αρχαία ελληνική δογματίζω

Ερμηνεία
ρήμα δογματίζω

✦ διατυπώνω φιλοσοφικό ή θρησκευτικό δόγμα
✦ αποφαίνομαι αυθαίρετα: δογματίζει, χωρίς να πείθει κανένα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.