διόγκωση


διόγκωση
Προφορά

Ετυμολογία
διόγκωση μεταγενέστερη ελληνική διόγκωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διόγκωση

✦ αύξηση του όγκου, εξόγκωση
✦ οίδημα, πρήξιμο
(μτφ. ) σκόπιμη απόδοση σημασίας σε κάτι, μεγαλοποίηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.