διωματάρα


διωματάρα
Προφορά

Ετυμολογία
διωματάρα διώμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διωματάρα

✦ θηλ. διωματάρα ο με ωραίο παράστημα, κομψός, καμαρωτός: μα γω το νιο που αγάπησα του κόσμου διωματάρης (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.