διωκτικός


διωκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
διωκτικός μεταγενέστερη ελληνική διωκτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διωκτικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο διώκτη ή τη δίωξη, ο αρμόδιος ή κατάλληλος για δίωξη: διωκτικές αρχές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.