διψώ


διψώ
Προφορά

Ετυμολογία
διψώ αρχαία ελληνική διψῶ

Ερμηνεία
ρήμα διψώ -άς, -ά

✦ αισθάνομαι δίψα
(μτφ. ) επιθυμώ έντονα, λαχταρώ: τώρα τα χείλη μου διψούν το φίλημα της μάνας (Κ. Καρυωτάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.