δισταχτικός


δισταχτικός
Προφορά

Ετυμολογία
δισταχτικός μεταγενέστερη ελληνική διστακτικός

Ερμηνεία
δισταχτικός

✦ κ. δισταχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτικός, -ή, -όν) αυτός που διστάζει, αναποφάσιστος: δισταχτικός αργοπορεί να φέρει να μη φέρει κανένα ξύλο στη φωτιά, τι η νύχτα είναι πολλή (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα
αδίστακτος, αποφασιστικός
Επιρρήματα
διστακτικά κ.δισταχτικά (Κ διστακτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.