δισεφαπτόμενος


δισεφαπτόμενος
Προφορά

Ετυμολογία
δισεφαπτόμενος δις + εφαπτόμενος, μτχ. ενεστ. του εφάπτομαι

Ερμηνεία
δισεφαπτόμενος

✦ -ένη, -ενο ως επίθ. αυτός που έχει δύο σημεία επαφής με κάτι άλλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.