δισέγγονο
Προφορά
Ετυμολογία
δισέγγονο δις + εγγονός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δισέγγονο
✦ , θηλ. δισέγγονη κ. δισεγγόνα, ουδ. δισέγγονο κ. δισεγγόνι (Κ θηλ. δισεγγόνη, ουδ. δισέγγονον) το παιδί του εγγονού ή της εγγονής σε σχέση με τον παππού ή τη γιαγιά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–