δισάκι


δισάκι
Προφορά

Ετυμολογία
δισάκι μεσαιωνική ελληνική δισάκκι(ο)ν, υποκοριστικό του δίσακκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δισάκι

✦ είδος διπλού σάκου, που χρησιμοποιούν οι χωρικοί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.