διπλότυπος


διπλότυπος
Προφορά

Ετυμολογία
διπλότυπος διπλός + τύπος

Ερμηνεία
επίθετο┘ διπλότυπος -η, -ο

✦ που έχει δύο γραμματικούς τύπους
✦ τυπωμένος σε δύο αντίτυπα
✦ διπλότυπο(ν) ως ουσ., έντυπη απόδειξη πληρωμής ή παραλαβής εις διπλούν, καθώς και το σχετικό στέλεχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.