διπλοσκοπός


διπλοσκοπός
Προφορά

Ετυμολογία
διπλοσκοπός διπλός + σκοπός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διπλοσκοπός

✦ καθένας από τους δύο σκοπούς (βλ. διπλοσκοπιά) που φρουρούν θέση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.