διπλοπρόσωπος
Προφορά
Ετυμολογία
διπλοπρόσωπος διπλός + πρόσωπο
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διπλοπρόσωπος -η, -ο
✦ που έχει δύο πρόσωπα, δύο όψεις
✦ (μτφ. ) ανειλικρινής, υποκριτής: φάνηκαν διπλοπρόσωποι και δόλιοι, προσπαθώντας ενώ μας αδικούν, να φαίνονται πως αδικούνται (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
διπρόσωπος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–