διπλοκαθίζω


διπλοκαθίζω
Προφορά

Ετυμολογία
διπλοκαθίζω διπλός + καθίζω

Ερμηνεία
ρήμα διπλοκαθίζω

✦ (αμτβ.) κάθομαι με διπλωμένα τα πόδια
✦ κάθομαι αναπαυτικά, βολεύομαι έτσι που δε λέω να σηκωθώ: διπλοκάθισε με τις ώρες στον καναπέ

Συνώνυμα
καλοκάθομαι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.