διπλασιαστικός


διπλασιαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
διπλασιαστικός μεταγενέστερη ελληνική διπλασιαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διπλασιαστικός -ή, -ό

✦ που αναφέρεται ή συντελεί στο διπλασιασμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.