διπλασιασμός


διπλασιασμός
Προφορά

Ετυμολογία
διπλασιασμός αρχαία ελληνική διπλασιασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διπλασιασμός

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του διπλασιάζω, αύξηση στο διπλάσιο: οι υπάλληλοι ζητούν διπλασιασμό των αποδοχών τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.