διομολόγηση
Προφορά
Ετυμολογία
διομολόγηση μεταγενέστερη ελληνική διομολόγησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διομολόγηση
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. διομολογήσεις, προνόμια των υπηκόων ισχυρών κρατών σε ανίσχυρες, υπανάπτυκτες χώρες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–