διολίσθηση
Προφορά
Ετυμολογία
διολίσθηση διολισθαίνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διολίσθηση
✦ γλίστρημα
✦ (οικον.) σταδιακή μείωση της αξίας νομίσματος προκαλούμενη από τις αλλαγές στις ισοτιμίες των νομισμάτων στη διεθνή χρηματαγορά: διολίσθηση της δραχμής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–