δικτυωτός
Προφορά
Ετυμολογία
δικτυωτός δίκτυον
Ερμηνεία
δικτυωτός
✦ -ή, -ό κ. διχτυωτός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτυωτός, -ή, -όν) που έχει σχήμα διχτυού
✦ το ουδ. δικτυωτό(ν) ως ουσ., ξύλινο ή μετάλλινο πλέγμα, το καφάσι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–