διαχωριστικός


διαχωριστικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαχωριστικός διαχωρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαχωριστικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος για διαχωρισμό: διαχωριστική γραμμή – διαχωριστικό τοίχωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.