διαχωρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
διαχωρισμός μεταγενέστερη ελληνική διαχωρισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο διαχωρισμός
✦ χωρισμός στη μέση
✦ ξεχώρισμα, διαστολή, απομάκρυνση
✦ διαχωρισμός χρωμάτων, εργασία που αποβλέπει στην τετράχρωμη ανάλυση των χρωμάτων μιας έγχρωμης φωτογραφίας, διαφάνειας ή μακέτας: με το διαχωρισμό χρωμάτων παίρνουμε τα τέσσερα χρώματα της κλασικής τετραχρωμίας, δηλ. μπλε, κίτρινο, μαύρο και κόκκινο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–