διαχρονικός


διαχρονικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαχρονικός διαχρονία

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαχρονικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη διαχρονία: διαχρονική γλωσσολογία
✦ που εξετάζει τη γέννηση, τη μεταβολή και την εξέλιξη ενός φαινομένου μέσα στο χρόνο
✦ που αντέχει στο χρόνο: διαχρονική αξία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.