διαχειρίστρια


διαχειρίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
διαχειρίστρια διαχειρίζομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διαχειρίστρια

✦ θηλ. διαχειρίστρια ο διαχειριζόμενος χρήματα ή άλλα υλικά μέσα
✦ (με ειδ. σημ.) αυτός που ορίζεται από τους ενοίκους πολυκατοικίας, για να διαχειρίζεται τα χρήματα για εργασίες στους κοινόχρηστους χώρους και γεν. να φροντίζει για τις ανάγκες και την καλή λειτουργία της πολυκατοικίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.