διαχειρίζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
διαχειρίζομαι αρχαία ελληνική διαχειρίζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαχειρίζομαι
✦ διευθύνω μια υπόθεση
✦ (ειδ.) έχω την ευθύνη διαθέσεως χρημάτων ή άλλων υλικών μέσων, φροντίζω τα οικονομικά (εισπράξεις, πληρωμές κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–