διαχαράσσω
Προφορά
Ετυμολογία
διαχαράσσω μεταγενέστερη ελληνική διαχαράσσω
Ερμηνεία
διαχαράσσω
✦ κ. διαχαράζω ρ. (διαχάρ-αξα, -άχτηκα, -αγμένος) χωρίζω τα όρια με γραμμή
✦ οροθετώ
✦ (μτφ. ) καθορίζω τον τρόπο ενέργειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–