διαφωτιστικός


διαφωτιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
διαφωτιστικός διαφωτιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ διαφωτιστικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη διαφώτιση, που διαφωτίζει: άφθονες διαφωτιστικές πληροφορίες και παρατηρήσεις (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.