διαφωτισμός
Προφορά
Ετυμολογία
διαφωτισμός διαφωτίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο διαφωτισμός
✦ διευκρίνιση
✦ ευρωπαϊκό ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που απέβλεπε στην απαλλαγή του ανθρώπινου πνεύματος από τις παραδεδομένες προλήψεις και στη διάδοση της αληθινής γνώσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–