διαφυλάσσω
Προφορά
Ετυμολογία
διαφυλάσσω αρχαία ελληνική διαφυλάσσω
Ερμηνεία
διαφυλάσσω
✦ κ. διαφυλάσσω κ. διαφυλάττω ρ. (διαφύλ-αξα, -άχτηκα, -αγμένος) διατηρώ με επιμέλεια ή για πολύ καιρό, διασώζω: ας διαφυλάξομε όσα μας κληροδότησαν οι πρόγονοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–