διαφυγόν


διαφυγόν
Προφορά

Ετυμολογία
διαφυγόν μτχ. └ουδ┘ του αορ. διέφυγον του ρήματος διαφεύγω

Ερμηνεία
διαφυγόν

✦ εύχρ. στη φρ. διαφυγόν κέρδος, κέρδος που είχε προβλεφθεί αλλά δεν πραγματοποιήθηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.