διαφυγή


διαφυγή
Προφορά

Ετυμολογία
διαφυγή αρχαία ελληνική διαφυγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαφυγή

✦ η ενέργεια του διαφεύγω: η διαφυγή του στο εξωτερικό, προκάλεσε ανησυχίες
✦ η έξοδος υγρών ή αερίων δια μέσου πόρων ή ρωγμών: διαφυγή αερίων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.