διαφραγματοκήλη
Προφορά
Ετυμολογία
διαφραγματοκήλη διάφραγμα + κήλη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διαφραγματοκήλη
✦ (ιατρ.) πρόπτωση κοιλιακού σπλάχνου στη θωρακική κοιλότητα, από τις οπές που υπάρχουν στο διάφραγμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–