διαφραγματοκήλη


διαφραγματοκήλη
Προφορά

Ετυμολογία
διαφραγματοκήλη διάφραγμα + κήλη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαφραγματοκήλη

(ιατρ.) πρόπτωση κοιλιακού σπλάχνου στη θωρακική κοιλότητα, από τις οπές που υπάρχουν στο διάφραγμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.