διαφορότροπος
Προφορά
Ετυμολογία
διαφορότροπος διάφορος + τρόπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ διαφορότροπος -η, -ο
✦ αυτός που εμφανίζεται ή γίνεται με διάφορους τρόπους, ποικιλότροπος: ποικιλώνυμα και διαφορότροπα στοιχεία (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–