διαφορικό


διαφορικό
Προφορά

Ετυμολογία
διαφορικό └ουδ┘ του επιθέτου διαφορικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το διαφορικό

✦ μηχανισμός του αυτοκινήτου που επιτρέπει στους κινητήριους τροχούς να περιστρέφονται με διαφορετικές ταχύτητες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.