διαφθορέας


διαφθορέας
Προφορά

Ετυμολογία
διαφθορέας αρχαία ελληνική διαφθορεύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διαφθορέας

✦ αυτός που διαφθείρει ηθικά ή πνευματικά
✦ ο διακορευτής, ξεπαρθενευτής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.