διαφεντευτής


διαφεντευτής
Προφορά

Ετυμολογία
διαφεντευτής διαφεντεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο διαφεντευτής

✦ θηλ. διαφεντεύτρα προστάτης, υπερασπιστής: ελεητής στους φτωχούς, διαφεντευτής στους αδύνατους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.