διαφέντεμα


διαφέντεμα
Προφορά

Ετυμολογία
διαφέντεμα διαφεντεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το διαφέντεμα

✦ η άσκηση εξουσίας
✦ υπεράσπιση: έχεις ανάγκη από έναν άντρα να σε διαφεντεύει (Β. Ρώτας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.