διατυμπάνιση


διατυμπάνιση
Προφορά

Ετυμολογία
διατυμπάνιση διατυμπανίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διατυμπάνιση

✦ η διάδοση σε ευρύ κύκλο: ακατάσχετη διατυμπάνιση των κυβερνητικών έργων (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.