διατρέχω


διατρέχω
Προφορά

Ετυμολογία
διατρέχω αρχαία ελληνική διατρέχω

Ερμηνεία
ρήμα διατρέχω

✦ περνώ τροχάδην ή απλώς περνώ: διέτρεξε όλη τη Μακεδονία – να διαδράμει αντίθετα την οδό (Οδ. Ελύτης)
✦ διανύω διάστημα χρόνου: διανύει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του
✦ διαδίδομαι, απλώνομαι: ριγούσα ολόκληρη καθώς με διατρέχαν ανατριχιάσματα καυτά και παγωμένα (Άγγ. Βλάχος) – φήμες διατρέχουν τα δημοσιογραφικά γραφεία
✦ φρ. διατρέχω κίνδυνο, κινδυνεύω
✦ η μτχ. τα διατρέξαντα ως ουσ., τα συμβάντα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.