διατιμώ
Προφορά
Ετυμολογία
διατιμώ αρχαία ελληνική δια-τιμῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διατιμώ -άς, -ά
✦ καθορίζω την τιμή πωλήσεως ενός πράγματος
✦ (με ειδ. σημ.) επιβάλλω διατίμηση: εκτός από το ψωμί, θα διατιμηθούν και άλλα βασικά είδη διατροφής
Συνώνυμα
τιμολογώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–