διαταραχή
Προφορά
Ετυμολογία
διαταραχή μεταγενέστερη ελληνική διαταραχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διαταραχή
✦ διασάλευση, ανωμαλία, αταξία
✦ (ειδ.) ανωμαλία στην κανονική λειτουργία ζωικού οργανισμού: διαταραχή της πέψεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–