διατακτικός


διατακτικός
Προφορά

Ετυμολογία
διατακτικός μεταγενέστερη ελληνική διατακτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ διατακτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη διαταγή
✦ ο σχετικός με τη διάταξη
✦ η διατακτική ως ουσ., έγγραφη άδεια παραλαβής, εισπράξεως, αποθηκεύσεως κτλ.
✦ το διατακτικό ως ουσ., το δεύτερο και κύριο μέρος δικαστικής αποφάσεως στο οποίο γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται τα αιτήματα των διαδίκων και διατάσσεται η εκτέλεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
διατακτικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.