διατίμηση


διατίμηση
Προφορά

Ετυμολογία
διατίμηση μεταγενέστερη ελληνική διατίμησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διατίμηση

✦ καθορισμός της τιμής πωλήσεως ενός πράγματος
✦ (με ειδ. σημ.) ο καθορισμός από την αρμόδια αρχή της ανώτατης τιμής εμπορεύματος: η διατίμηση του ψωμιού θα συνεχιστεί

Συνώνυμα
τιμολόγηση
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.