διατίθεμαι
Προφορά
Ετυμολογία
διατίθεμαι αρχαία ελληνική δια-τίθεμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διατίθεμαι
✦ (με αιτιατ. προσ. και επίρρ.) έχω τη διάθεση, διάκειμαι ευνοϊκά ή εχθρικά: διατίθεται φιλικώς – εχθρικώς προς… – δεν ήταν διόλου καλά διατεθειμένος απέναντί του
✦ έχω, αποκτώ διάθεση για κάτι: δεν είμαι διατεθειμένος να ευνοήσω την συνήθεια αυτήν στο μέλλον (Άγγ. Βλάχος)
✦ δαπανώ, ξοδεύω: οι εισπράξεις διετέθησαν για επείγουσες ανάγκες
✦ έχω προς πώληση, πωλώ: εισιτήρια διατίθενται από τις θυρίδες στην είσοδο του σταδίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–