διατάραξη


διατάραξη
Προφορά

Ετυμολογία
διατάραξη διαταράσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διατάραξη

✦ διαταραχή: διατάραξη της κοινής ησυχίας
✦ ανωμαλία, αταξία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.