διασύνδεση
Προφορά
Ετυμολογία
διασύνδεση διά + σύνδεση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διασύνδεση
✦ η ύπαρξη ή σύναψη φιλικών, κοινωνικών ή άλλων δεσμών, ιδ. με σημαντικά για τους σκοπούς κάποιου πρόσωπα: έχει διασυνδέσεις στο κόμμα – στην αστυνομία – στην κυβέρνηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–