διασωληνώνω


διασωληνώνω
Προφορά

Ετυμολογία
διασωληνώνω διά + σωλήνας

Ερμηνεία
ρήμα διασωληνώνω

(ιατρ.) εισάγω σωλήνα σε κοίλο όργανο του σώματος και ιδ. στην τραχεία για να διασφαλίσω τη δίοδο του αέρα από τις αεροφόρους οδούς: ο ασθενής βγήκε από το χειρουργείο διασωληνωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.