διασωλήνωση
Προφορά
Ετυμολογία
διασωλήνωση διασωληνώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η διασωλήνωση
✦ (ιατρ.) εισαγωγή σωλήνα σε κοίλο όργανο του σώματος και ιδ. στην τραχεία, για να διασφαλιστεί σε περιπτώσεις που απαιτείται (αναισθησία, απώλεια συνειδήσεως κτλ.) η δίοδος του αέρα από τις αεροφόρους οδούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–