διασχίζω


διασχίζω
Προφορά

Ετυμολογία
διασχίζω αρχαία ελληνική διασχίζω

Ερμηνεία
ρήμα διασχίζω

✦ σχίζω σε κομμάτια
✦ διατρέχω απ’ άκρη σ’ άκρη: διέσχισαν τον ωκεανό
✦ διέρχομαι, διαβαίνω: τράβηξε ίσια μπροστά, διασχίζοντας το φαρδύ σταυροδρόμι – διέσχιζαν τη γέφυρα, όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.