διαστρωμάτωση


διαστρωμάτωση
Προφορά

Ετυμολογία
διαστρωμάτωση διά + στρωμάτωση• μετάφραση του όρου stratification

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διαστρωμάτωση

✦ διάρθρωση των διαφόρων κοινωνικών βαθμίδων, στρωμάτων, τάξεων κτλ. με δεδομένη ιεραρχία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.